- Άθωος
- Ἄθωος, -ον και -ώη, -ον (Α) [Ἄθως]αυτός που ανήκει στο όρος Άθως ή προέρχεται από εκεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀθῷος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθῷος — scot free masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄθῳος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… … Dictionary of Greek
αθώος — α, ο 1. αυτός που δεν είναι ένοχος: Ο κατηγορούμενος κηρύχτηκε αθώος. 2. αυτός που αγνοεί κάτι: Είναι αθώος από τέτοια. 3. απονήρευτος, άκακος, αγνός: Αθώος, όπως ήταν, παρασύρθηκε από τον πονηρό φίλο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄθωος — Ἄθως mount Athos masc gen sg (attic epic ionic) Ἄθῳος masc nom sg Ἀθῶος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθῴων — Ἄθῳος fem gen pl Ἄθῳος masc/neut gen pl Ἀθῷος fem gen pl Ἀθῷος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθῴως — Ἄθῳος adverbial Ἄθῳος masc acc pl (doric) Ἀθῷος adverbial Ἀθῷος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθώων — Ἄθῳος fem gen pl Ἄθῳος masc/neut gen pl Ἀθῶος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθώως — Ἄθῳος adverbial Ἄθῳος masc acc pl (doric) Ἀθῶος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)